κανονιέρης — ο 1. πυροβολητής: Ήταν κανονιέρης στο στρατό. 2. αυτός που αποφεύγει να πληρώσει τα χρέη του, αυτός που απουσιάζει αδικαιολόγητα από την εργασία του: Δεν ξέρεις τι κανονιέρης είναι αυτός! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek
λουμπαρδάρης — ο (Μ λουμπαρδάρης) [λουμπάρδα] πυροβολητής, κανονιέρης … Dictionary of Greek
μπομπαρδάρης — ο (Μ μπομπαρδάρης και μπουμπαρδάρης) [μπομπάρδα] πυροβολητής, κανονιέρης … Dictionary of Greek
μπομπαρδιέρης — και πουμπαρδιέρης, ὁ (Μ) [μπομπάρδα] πυροβολητής, κανονιέρης … Dictionary of Greek
πυροβολητής — ο, Ν στρατιώτης ή ναύτης ασχολούμενος με τον χειρισμό πυροβόλου, κανονιέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβολώ. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πυροβοληταί, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
Αραπογιάννης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης. Καταγόταν από την Ύδρα. Ήταν κανονιέρης (πυροβολητής) στο πλοίο Μέντωρ και πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα, στις οποίες διακρίθηκε για τον ηρωισμό και την αυτοθυσία… … Dictionary of Greek
Αυραντίνης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τις Σπέτσες. Μαζί με άλλους συμπατριώτες του, κατέλαβε ένα οχυρό κατά την πολιορκία της Τρίπολης και, καθώς ήταν καλός κανονιέρης, έστρεψε τα κανόνια του οχυρού και άρχισε να πυροβολεί την έδρα του Τούρκου πασά … Dictionary of Greek